Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πύλας ὕμνων ἀναπιτνάμεν

  • 1 ὕμνος

    ὕμνος (-ος, -ου, -ῳ, -ον, -οι, -ων, -οιςιν), - ους.)
    1 song of praise

    ὁ πολύφατος ὕμνος O. 1.8

    δαιδαλωσέμεν ὕμνων πτυχαῖς O. 1.105

    ἀναξιφόρμιγγες ὕμνοι O. 2.1

    τίνα κεν φύγοι ὕμνον κεῖνος ἀνήρ; O. 6.6

    χρὴ τοίνυν πύλας ὕμνων ἀναπιτνάμεν αὐταῖς O. 6.27

    ἀνδράσιν αἰχματαῖσι πλέκων ποικίλον ὕμνον O. 6.87

    ἐμῶν δ' ὕμνων ἄεξ εὐτερπὲς ἄνθος O. 6.105

    τίμα μὲν ὕμνου τεθμὸν Ὀλυμπιονίκαν O. 7.88

    Μελησία ἐξ ἀγενείων κῦδος ἀνέδραμον ὕμνῳ O. 8.54

    αἴνει δὲ παλαιὸν μὲν οἶνον, ἄνθεα δ' ὕμνων νεωτέρων O. 9.48

    μελιγάρυες ὕμνοι O. 11.4

    Αἴτνας βασιλεῖ φίλιον ἐξεύρωμεν ὕμνον P. 1.60

    παίδεσσιν ὕμνον Δεινομένεος τελέσαις P. 1.79

    ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἂλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον P. 2.14

    ὄφρα αὔξῃς οὖρον ὕμνων P. 4.3

    [ ὕμνων (coni. Pauw, Beck: κώμων codd.) P. 5.100]

    ἑτοῖμος ὕμνων θησαυρὸς P. 6.7

    ῥαίνω δὲ καὶ ὕμνῳ P. 8.57

    ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον P. 10.53

    Ὀρτυγία, σέθεν ἁδυεπὴς ὕμνος ὁρμᾶται θέμεν αἶνον ἀελλοπόδων μέγαν ἵππων N. 1.5

    ἄρχε δ, οὐρανοῦ πολυνεφέλα κρέοντι, θύγατερ, δόκιμον ὕμνον N. 3.11

    ἀγών, τὸν ὕμνος ἔβαλεν ὀπὶ νέων ἐπιχώριον χάρμα κελαδέων N. 3.65

    ( ῥῆμα)

    τό μοι θέμεν Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ Τιμασάρχου τε πάλᾳ ὕμνου προκώμιον εἴη N. 4.11

    τῷδε μέλει κλιθείς, ὕμνον κελάδησε καλλίνικον ( υἱὸν coni. Bergk) N. 4.16

    ποικίλων ἔψαυσας ὕμνων N. 5.42

    Πιερίδων ἀρόταις δυνατοὶ παρέχειν πολὺν ὕμνον ἀγερώχων ἐργμάτων ἕνεκεν N. 6.33

    ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι N. 7.13

    ἀμφὶ Νεμέᾳ πολύφατον θρόον ὕμνων δόνει ἡσυχᾷ (Er. Schmid: ὕμνων θρόον codd.) N. 7.81

    ἦν γε μὰν ἐπικώμιος ὕμνος δὴ πάλαι N. 8.50

    ἐθέλω ἢ Καστορείῳ ἢ Ἰολάοἰ ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ I. 1.16

    πάντα δ' ἐξειπεῖν ἀφαιρεῖται βραχὺ μέτρον ἔχων ὕμνος I. 1.63

    μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν, μηδὲ τούσδ ὕμνους I. 2.45

    ὦ Μέλισσ, εὐμαχανίαν γὰρ ἔφανας Ἰσθμίοις, ὑμετέρας ἀρετὰς ὕμνῳ διώκειν I. 4.3

    τόνδε πορὼν γενεᾷ θαυμαστὸν ὕμνον (sc. Ποσειδάν) I. 4.21

    προφρόνων Μοισᾶν τύχοιμεν κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ I. 4.43

    τὸ δ' ἐμόν, οὐκ ἄτερ Αἰακιδᾶν, κέαρ ὕμνων γεύεται I. 5.20

    καὶ πτερόεντα νέον σύμπεμψον ὕμνον I. 5.63

    ἀνὰ δ' ἄγαγον ἐς φάος οἵαν μοῖραν ὕμνων I. 6.62

    κώμαζ' ἔπειτεν ἁδυμελεῖ σὺν ὕμνῳ καὶ Στρεψιάδᾳ I. 7.20

    κελαδ[ήσαθ' ὕμ]νους (supp. Snell e Σ.) Πα. 7B. 10. ὕμνων ερ[ Πα. 13. a. 9.

    ὕμνων σέλας Pae. 18.5

    Αἰολεὺς ἔβαινε Δωρίαν κέλευθον ὕμνων *fr. 191.* [ ὕμνων (del. Heyne.) fr. 192.] τὸν ὕμν[ον (supp. Blass) ?fr. 333b. 2. ἀνοῖξαι πίθον ὕμνων ?fr. 354. c. gen.,

    Θήρωνος Ὀλυμπιονίκαν ὕμνον ὀρθώσαις O. 3.3

    ὕμνος δὲ τῶν ἀγαθῶν ἐργμάτων βασιλεῦσιν ἰσοδαίμονα τεύχει

    φῶτα N. 4.83

    ἀλλ' ἐπέων γλυκὺν ὕμνον πράσσετε N. 9.3

    in general,

    εἰ τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν P. 3.64

    dirge

    ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν I. 8.60

    ἁ δ' Ὑμέναιον ἐσχάτοις ὕμνοισιν (sc. ὕμνει: Schneidewin, Hermann: ἔσχατον ὕμνον cod.) Θρ. 3. 9. love song,

    ῥίμφα παιδείους ἐτόξευον μελιγάρυας ὕμνους I. 2.3

    Lexicon to Pindar > ὕμνος

  • 2 πύλη

    πύλη [], , prop.
    A one wing of a pair of double gates,

    ὀλίγον τι παρακλίναντες τὴν ἑτέρην π. Hdt.3.156

    : mostly in pl., gates of a town (whereas θύρα = house-door),

    Σκαιαὶ π. Il.3.145

    , etc.;

    π. εὖ ἀραρυίας 7.339

    ;

    πύκα στιβαρῶς ἀραρυίας 12.454

    ;

    πεπταμένας ἐν χερσὶ π. ἔχετε 21.531

    ; ἄνεσάν τε π. καὶ ἀπῶσαν ὀχῆας ib. 537;

    π. ἀνοῖξαι A.Ag. 604

    ;

    π. κλῇσαι Pl.R. 560c

    (the Art. is freq. omitted even in Prose): pl. of several gates, A.Th. 125; ἐν πύλαις in or at the gates, ib. 160, 213 (both lyr.), al.; πρὸς πύλαις ib. 377, 457;

    ἐπὶ ταῖς πύλαισιν, οὗ τὸ τάριχος ὤνιον Ar.Eq. 1247

    .
    2 in Trag. sts. of the house-door,

    δωμάτων πύλαι A.Ch. 732

    , cf. 561; γυναικείους π. gate or door leading to the women's apartments, ib. 878;

    πύλαις διπλαῖς ἐνήλατο S.OT 1261

    ;

    ἐκτὸς αὐλείων πυλῶν Id.Ant.18

    : also in sg., ib. 1186, El. 818; of the door of a tent, Id.Aj.11;

    πύλης ἄναξ θυρωρέ Id.Fr. 775

    .
    3 πύλαι Ἀΐδαο the gates of the nether world, periphr.for hell, Il.5.646,9.312, Od.14.156;

    Ἅιδου πύλαι A.Ag. 1291

    , cf. Ev.Matt.16.18, etc.; also

    σκότου πύλαι E.Hec.1

    ;

    νερτέρων π. Id.Hipp. 1447

    .
    4 custom-house, PTeb.5.34 (ii B.C.); τετελώνηται διὰ πύλης has paid the customs, BGU 1592(iii A.D.), etc.;

    τὸ σύμβολον τῆς ἱερᾶς Συηνιτικῆς π. PStrassb.79.10

    (i B.C.);

    μισθωταὶ ἱερᾶς π. Σοήνης Ostr. 106

    (ii A.D.), al., cf. Ostr.Bodl.v C 1 (ii A.D.),
    II generally, entrance, orifice,

    ἀμφὶ πύλας ἰσθμοῖο Emp.100.19

    ;

    ἀναπεπταμένας ἔχω τῶν ὤτων τὰς π. Ath.4.169a

    ;

    πύλας τοῖς ὠσὶν ἐπίθεσθε Pl.Smp. 218b

    ; ἡλίου πύλαι, Pythag. name for the eyes, D.L.8.29; portal fissure of the liver,

    π. καὶ δοχαὶ χολῆς E.El. 828

    , cf. Hp.Epid. 2.4.1, Anat.1, Pl.Ti. 71c, Arist.HA 496b32, Gal.15.145; portal vein of the liver, Ruf.Onom. 179, Gal.2.785,5.542.
    b pl., of the carceres in the circus, Aristid.1.124J.
    c metaph.,

    πύλας ὕμνων ἀναπιτνάμεν Pi.O.6.27

    ;

    ἐπέων π. B.Fr.4

    ;

    ἐν πύλαις γήρως D.C.57.24

    , cf. 76.7.
    2 entrance into a country through mountains, pass, Hdt.5.52: hence, Πύλαι, αἱ, the common name for Θερμοπύλαι, the Gates of Greece, Id.7.201, etc.: of other passes,

    π. τῆς Κιλικίας καὶ τῆς Συρίας X.An.1.4.4

    ; αἱ Σύριαι π. ib.5; αἱ Κάσπιαι π. Str.11.12.1;

    π. Λύδιαι Id.13.1.65

    ; Ἀμανίδες π. Id.14.5.18, 16.2.8 (

    αἱ Ἀμανικαὶ καλούμεναι Arr.An.2.7.1

    ): these passes were sometimes really barred by gates, Hdt.7.176, cf. 3.117, 5.52, X. l.c.: the Isthmus is called πόντοιο πύλαι, Pi.N.10.27;

    Κορίνθου π. Id.O.9.86

    ;

    αἱ π. τῆς Πελοποννήσου X.Ages.2.17

    ; Πέλοπος νάσου θεόδματοι π. B.p.437 J.
    3 of narrow straits, by which one enters a broad sea, Πύλαι Γαδειρίδες the Straits of Gibraltar, Pi.Fr. 256; ἐπ' αὐταῖς στενοπόροις λίμνης π., of the Thracian Bosporus, A.Pr. 729; ἐν πύλαις, of the Euripus, E.IA 803.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πύλη

  • 3 πύλα

    πῠλα (-ᾶν, -αιςι), - ας.) pl.,
    1 gate

    τοὶ μὲν οἰχθεισᾶν πυλᾶν ἐς θαλάμου μυχὸν εὐρὺν ἔβαν N. 1.41

    of cities, ἄλλαι δὲ δὔ ἐν Κορίνθου πύλαις ἐγένοντ' ἔπειτα χάρμαι (at the Isthmian games) O. 9.86 ἐν Κάδμου πύλαις (at Thebes) P. 8.47 τρὶς μὲν ἐν πόντοιο πύλαισι λαχών (at Isthmian games) N. 10.27

    παρ' εὐτειχέσιν Κάδμου πύλαις I. 6.75

    met., of song,

    χρὴ τοίνυν πύλας ὕμνων ἀναπιτνάμεν αὐταῖς O. 6.27

    test., Strabo, 3. 5. 5, ἃς (= the straits of Gibraltar) Πίνδαρος καλεῖ πύλας Γαδειρίδας, εἰς ταύτας ὑστάτας ἀφῖχθαι φάσκων τὸν Ἡρακλέα fr. 256.

    Lexicon to Pindar > πύλα

  • 4 ἀναπίτναμι

    a throw open

    χρὴ τοίνυν πύλας ὕμνων ἀναπιτνάμεν αὐταῖς O. 6.27

    Αἴτναν, ἔνθ' ἀναπεπταμέναι ξείνων νενίκανται θύραι ὄλβιον ἐς Χρομίου δῶμ N. 9.2

    b med., fall on one's back μῆτιν δ' ἀλώπηξ αἰετοῦ ἅ τ ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει (sc. Μέλισσος. ἔοικε δὲ διδάσκειν αὐτοῦ τὸ πάλαισμα ὡς χαμαὶ κειμένου καὶ τὸν μείζονα τέχνῃ νενικηκότος· καὶ γὰρ ἡ ἀλώπηξ ὑπτία τοῖς ποσὶν ἀμύνεται, τὰ μὲν συμβαλλομένη, τὰ δὲ ἀμύσσουσα. Σ.) I. 4.47

    Lexicon to Pindar > ἀναπίτναμι

  • 5 αὐτός

    αὐτός (-ός, -οῦ, -ῷ, -όν; -ῶν, -οῖς, -ούς: -ά, -ᾶς, -ᾷ, -άν; -αῖς: acc.; - ῶν)
    1 emphatic adj., himself, herself
    a nom.,

    Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ αὐτὸς γέρας ἔδεκτο O. 2.48

    ἐπεὶ πολιᾶς εἶπέ τιν' αὐτὸς ὁρᾶν O. 7.62

    αὐτὸς ὑπαντίασεν, Τυροῦς ἐρασιπλοκάμου γενεά P. 4.135

    ἀπαθὴς δ' αὐτὸς πρὸς ἀστῶν P. 4.297

    χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω P. 8.56

    δέος πλᾶξε γυναῖκας · καὶ γὰρ αὐτὰ ὅμως ἄμυνεν N. 1.50

    τὰ δ' αὐτὸς ἀντιτύχῃ, ἔλπεταί τις ἕκαστος ἐξοχώτατα φάσθαι N. 4.91

    ἕπομαι δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων μελέταν N. 6.54

    εἰ μὲν αὐτὸς Οὔλυμπον θέλεις λτ;ναίειν>” N. 10.84 τετράτῳ δ' αὐτὸς ἐπεδάθη fr. 135.
    b c. subs.

    αὐτὰ δέ σφισιν ὤπασε τέχναν Γλαυκῶπις O. 7.50

    οἱ αὐτὰ Ζηνὸς παῖς ἔπορεν O. 13.76

    Ἰάσων αὐτὸς P. 4.169

    Αἰήτᾳ παρ' αὐτῷ P. 4.213

    θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας P. 11.31

    ἀγάλματ' ἐπ αὐτᾶς βαθμίδος ἑσταότ N. 5.1

    ἀνὰ δ' αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν (Ceporinus: αὐτὸν codd.) N. 9.8
    c c. pron.

    κατὰ γαἶ αὐτόν τε νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν O. 6.14

    δέξαι στεφάνωμα τόδ' ἐκ Πυθῶνος εὐδόξῳ Μίδᾳ αὐτόν τέ νιν P. 12.6

    d c. reflex. pron. [κόρῳ δ' ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον, τάν οἱ πάτηρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον (codd.: ἅν τοι Fennel: ἅν οἱ Hermann) O. 1.57] ἀλλαλοφόνους ἐπάξαντο λόγχας ἐνὶ σφίσιν αὐτοῖς (v. Trypho, fr. 34 de Velsen; Schwyz. 2. 198 (θ)) fr. 163.
    2 reflex. pron.

    ὃν πατὴρ ἔχει μέγας ἑτοῖμον αὐτῷ πάρεδρον O. 2.76

    καὶ τὰν πατρὸς ἀντία Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ O. 13.53

    χρὴ δὲ κατ' αὐτὸν αἰεὶ παντὸς ὁρᾶν μέτρον P. 2.34

    διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς (sc. δρῦς) P. 4.265 ταὶ δ' ἐπιγουνίδιον θαησάμεναι βρέφος αὐταῖς” ( αὐγαῖς coni. Bergk e Σ paraphr.) P. 9.62 τὸ σὸν αὐτοῦ μέλι γλάζεις (Wil.: τὸ σαυτοῦ, τοσαῦτα codd. Theocriti: τὸ σαυτῷ Ahrens) fr. 97.
    3 him, her, it pers. pron.

    ἄταν ἅν τοι πατὴρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον O. 1.57

    ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη O. 1.73

    ἤδη γὰρ αὐτῷ διχόμηνις ὅλον ὀφθαλμὸν ἀντέφλεξε Μήνα O. 3.19

    ἔδοξεν γυμνὸς αὐτῷ κᾶπος ὀξείαις ὑπακουέμεν αὐγαῖς ἀελίου O. 3.24

    ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις O. 3.40

    χρὴ τοίνυν πύλας ὕμνων ἀναπιτνάμεν αὐταῖς O. 6.27

    δύο δὲ γλαυκῶπες αὐτὸν ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.45

    Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν πατρός O. 6.49

    νῦν μὲν αὐτῷ γέρας Ἀλκιμέδων (sc. ἐστί) O. 8.65

    αὐτούς τ' ἀέξοι καὶ πόλιν O. 8.88

    σύνδικος δ' αὐτῷ Ἰολάου τύμβος O. 9.98

    γλυκὺ γὰρ αὐτῷ μέλος ὀφείλων ἐπιλέλαθ O. 10.3

    Τιρύνθιον ἔπερσαν αὐτῷ στρατὸν O. 10.32

    δύο δ' αὐτὸν ἔρεψαν πλόκοι σελίνων O. 13.32

    τὰ δ' Ὀλυμπίᾳ αὐτῶν ἔοικεν ἤδη πάροιθε λελέχθαι O. 13.101

    Σικελία τ' αὐτοῦ πιέζει στέρνα P. 1.19

    δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι P. 2.39

    καιομένα δ' αὐτῷ διέφαινε πυρά P. 3.44

    πεύθομαι δ' αὐτὰν ἐναλίαν βᾶμενP. 4.38

    ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω P. 4.67

    ἐκ δ' ἄῤ αὐτοῦ πομφόλυξαν δάκρυα γηραλέων γλεφάρων P. 4.121

    αὐτοὺς Ἰάσων δέγμενος P. 4.128

    τὰ μὲν λῦσον, ἄμμιν μή τι νεώτερον ἐξ αὐτῶν ἀναστάῃ κακόνP. 4.155

    κάρυξε δ' αὐτοῖς P. 4.200

    τελευτὰν κεῖνος αὐταῖς ἡμιθέων πλόος ἄγαγεν P. 4.210

    Ἑλλὰς αὐτὰν ἐν φρασὶ καιομέναν δονέοι P. 4.218

    κλέψεν τε Μήδειαν σὺν αὐτᾷ (αὐτῷ Σ̆{γρ}. σὺν τῇ Μηδείᾳ θελούσῃ καὶ ἐνεργούσῃ) P. 4.250 πότμου παραδόντος αὐτόν (sc. πλοῦτον) P. 5.3

    ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε P. 9.118

    ὁ Παρνάσσιος αὐτὸν μυχὸςἀνέειπεν P. 10.8

    ὁχάλκεος οὐρανὸς οὔ ποτ' ἀμβατὸς αὐτῷ (Tricl. e Σ: αὐτοῖς codd.) P. 10.27

    ἔνεπεν· αὐτὸν μὰν σεμνὸν αἰνήσειν νόμον N. 1.69

    δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν ἐγ γένος αὐτῷ N. 4.68

    πέταται δ' ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας τηλόθεν ὄνυμ αὐτῶν N. 6.49

    εἰ δ' αὐτὸ καὶ θεὸς ἀνέχοι (i. e. τὸ τῆς γειτνιάσεως ἀγαθόν) N. 7.89

    θεὸς ἔντυεν αὐτοῦ θυμὸν αἰχματὰν ἀμύνειν λοιγὸν Ἐνυαλίου N. 9.36

    νίκαν, τὰν λτ;γτ;ενοκράτει Ποσειδάων ὀπάσαις, Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων I. 2.15

    ἐπεί τοι οὐκ ἐλινύσοντας αὐτοὺς ἐργασάμαν I. 2.46

    αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν I. 4.37

    ἄνδωκε δ' αὐτῷ φέρτατος οἰνοδόκον φιάλαν I. 6.39

    ἦ γὰρ [α]ὐτῶν μετάστασιν ἄκραν[θῆ]κε (Π̆{S}: ἀνδρ[ῶν] Π̆{ac}) Δ. 4. 40. τρεχέτω δὲ μετὰ Πληιόναν, ἅμα δ' αὐτῷ κύων fr. 74. φοινικορόδοις δἐνὶ λειμώνεσσι προάστιον αὐτῶν Θρ.. 3. κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν δώδεκ, αὐτὸν δὲ τρίτον fr. 171. ἁ Μειδύλου δ' αὐτῷ γενεά fr. 190. ]τ' ἐς αὐτόν[ Δ. 4f. 6.
    4 ὁ αὐτός v. C. 7.

    Lexicon to Pindar > αὐτός

  • 6 τοίνυν

    1 therefore

    χρὴ τοίνυν πύλας ὕμνων ἀναπιτνάμεν αὐταῖς O. 6.27

    ἑκόντι τοίνυν πρέπει νόῳ τὸν εὐεργέταν ὑπαντιάσαι P. 5.43

    Lexicon to Pindar > τοίνυν

  • 7 χρή

    χρή (impers., χρή: impf. ἐχρῆν, χρῆν: cf. χράω, χρεών.)
    1 it is necessary c. (acc. &) inf.

    ἐμὲ δὲ στεφανῶσαι κεῖνον χρὴ O. 1.103

    ἀρχομένου δ' ἔργου πρόσωπον χρὴ θέμεν τηλαυγές O. 6.3

    χρὴ τοίνυν πύλας ὕμνων ἀναπιτνάμεν αὐταῖς O. 6.27

    ἀλλ' ἐμὲ χρὴ φράσαι O. 8.74

    παρὰ σκοπὸν οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν O. 13.94

    χρὴ δὲ κατ' αὐτὸν αἰεὶ παντὸς ὁρᾶν μέτρον P. 2.34

    χρὴ δὲ πρὸς θεὸν οὐκ ἐρίζειν P. 2.88

    χρὴ τὰ ἐοικότα πὰρ δαιμόνων μαστευέμεν P. 3.59

    χρὴ πρὸς μακάρων τυγχάνοντ' εὖ πασχέμεν P. 3.103

    σάμερον μὲν χρή σε παρ' ἀνδρὶ φίλῳ στᾶμεν P. 4.1

    ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ σὲ ὑφαίνεινP. 4.141

    χρὴ μαλακὰν χέρα προσβάλλοντα τρώμαν ἕλκεος ἀμφιπολεῖν P. 4.271

    εἰ δὲ χρὴ καὶ πὰρ σοφὸν ἀντιφερίξαι, ἐρέωP. 9.50

    χρὴ δ' ἐν εὐθείαις ὁδοῖς στείχοντα μάρνασθαι φυᾷ N. 1.25

    χρὴ δ' ἀπ Ἀθανᾶν τέκτον ἀεθληταῖσιν ἔμμεν N. 5.49

    ἀλλὰ τὸ μόρσιμον ἀπέδωκεν. ἐχρῆν δέ τιν' ἔνδον ἄλσει παλαιτάτῳ Αἰακιδᾶν κρεόντων τὸ λοιπὸν ἔμμεναι N. 7.44

    κερδέων δὲ χρὴ μέτρον θηρευέμεν N. 11.47

    χρή νιν εὑρόντεσσιν ἀγάνορα κόμπον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις I. 1.43

    εὐκλέων δ' ἔργων ἄποινα χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν, χρὴ δὲ κωμάζοντ' ἀγαναῖς χαρίτεσσιν βαστάσαι (bis) I. 3.7—8.

    χρὴ δὲ πᾶν ἔρδοντ' ἀμαυρῶσαι τὸν ἐχθρόν I. 4.48

    χρὴ δ' ἀγαθὰν ἐλπίδ ἀνδρὶ μέλειν. χρὴ δ ἐν ἑπταπύλοισι Θήβαις τραφέντα Αἰγίνᾳ Χαρίτων ἄωτον προνέμειν (bis) I. 8.15—6. καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι fr. 42. 4.

    χρὴ δ' ἄνδρα τοκεῦσιν φέρειν βαθύδοξον αἶσαν Pae. 2.57

    περὶ δ ὑψικόμῳ Ἑλένᾳ χρῆν ἄρα Πέργαμον εὐρὺν ἀιστῶσαι σέλας αἰθομένου πυρός Pae. 6.96

    ἀνδρὸς δ οὔτε γυναικός, ὧν θάλεσσιν ἔγκειμαι, χρή με λαθεῖν ἀοιδὰν πρόσφορον Παρθ. 2. 3. χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι, θυμέ fr. 123. 1. κάπρῳ δὲ βουλεύοντα φόνον κύνα χρὴ τλάθυμον ἐξευρεῖν fr. 234.

    Lexicon to Pindar > χρή

  • 8 τοίνυν

    τοίνυν, ([etym.] τοι, νυν)
    A therefore, accordingly, an inferential Particle (never in Hom. or Hes.),

    χρὴ τ. πύλας ὕμνων ἀναπιτνάμεν Pi.O.6.27

    , etc.; εἰ τ ... Hdt.1.57; ἂν τ ... D.4.7; introducing a logical conclusion (less freq. than οὖν), Pl.Chrm. 159d; φανερὸν τ., δῆλον τ., Arist.Pol. 1260a2, PA 641a15; also to introduce a minor premiss, or a particular instance of a general proposition, Pl.Cra. 399b, Isoc.4.103, etc.
    2 in dialogue, to introduce an answer, well or well then,

    ἄπειμι τ. S.El. 1050

    , cf. Th.5.89, etc.; esp. an answer which has been led up to by the same speaker, Pl.Men. 76a, IG42(1).121.31 (Epid., iv B. C.); in response to an invitation to speak, Ar.Nu. 961, etc.; in expression of approval, esp. in phrase

    καλῶς τ. Pl.Cra. 433a

    , etc.;

    κάλλιστα τ. Ar.V. 856

    ; also of disapproval or criticism,

    ἀπόλοιο τ. Id.Nu. 1236

    , cf. S.OT 1067.
    3 continuing an argument, well then, Pl.Smp. 178d, X.An.3.1.36, 7.7.28, etc.
    b resuming the thread of argument or narrative after a break, Pl.R. 562b, Plt. 275d, D.47.64, etc.
    c adding or passing to a fresh item or point, further, moreover, again, Pl.Ap. 33c, D.8.73, 20.18;

    ἔτι τ. Hp.VM19

    , Pl.Phd. 109a, Cri. 52c, D.20.8;

    καὶ τ. X.Cyr.2.2.25

    ;

    καί τ. καί Pl.Sph. 234a

    ; μὴ τ. μηδέ .. nay, not even.., X.An.7.6.19;

    οὐ τ. οὐδέ

    nor again,

    Hp.Art.57

    , D.20.7.
    4 sts. at the beginning of a speech, ἐγὼ μὲν τ ..., referring to something present to the minds of the speaker and hearer, now I.., X.An.5.1.2, cf. Cyr.6.2.14.
    5 with subj. of exhortation or imper., in signfs. 1,2,3, εὖ τ. ἐπίστασθε .. Id.An.3.1.36, cf. Cyr.2.4.8, Ev.Luc.20.25, etc.
    B Position: in early writers τοίνυν is never the first word in a sentence, but this is not uncommon in later authors, as LXX Is.3.10, Mim. Oxy.413.225, Ev.Luc. l.c., Ep.Hebr.13.13, Gal.2.526, S.E. M.8.429, AP11.127 (Poll.), IG4.620.13 ([place name] Argos), Chor.32.34 F.-R. cod. (<τῷ> add. Kaibel); it is usually placed second, but sts. later,

    ἥξω φέρουσα συμβολὰς τ. ἅμα Alex.143.1

    , cf. Ar.Pl. 863, etc. [[pron. full] regularly, as A.Pr. 760, S.Tr.71: but sts. , as Ar.Eq. 1259, Alex. l. c.; in anap., Ar.Nu. 429, 435, Av. 481.]

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τοίνυν

См. также в других словарях:

  • τοίνυν — Α (συμπερ. μόριο) ΣΗΜΑΣΙΑ ΣΥΝΤΑΞΗ χρησιμοποιείται: 1. για να εκφράσει την ισχυρή πεποίθηση αυτού που μιλάει για τα λεγόμενά του: λοιπόν, επομένως, γι αυτό («χρὴ τοίνυν πύλας ὕμνων αναπιτνάμεν», Πίνδ.) 2. για να εισαγάγει λογικό συμπέρασμα («οὐ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»